- απόβρεγμα
- το (AM ἀπόβρεγμα)νερό μέσα στο οποίο έχει μουσκέψει και διαλυθεί σπόρος φυτού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόβρεγμα — infusion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέγμασι — ἀπόβρεγμα infusion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέγματα — ἀπόβρεγμα infusion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέγματι — ἀπόβρεγμα infusion neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέγματος — ἀπόβρεγμα infusion neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)